Ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξηθεί κατά 8% με 10% και δεδομένου ότι θα επηρεαστούν, κυρίως, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις για τις οποίες, παρά τη βελτίωση που καταγράφεται στις έρευνες οικονομικού κλίματος, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης, κρίνεται αναγκαίο να ληφθούν μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το επιπρόσθετο κόστος, όπως η πλήρης κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Αυτό σημειώνεται στα συμπεράσματα της έκθεσης του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ «για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή του στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες» που έστειλε στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στο πλαίσιο σχετικής διαβούλευσης.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης υπογραμμίζεται ότι η ταυτόχρονη αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με την αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους των επιχειρήσεων από την αύξηση αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μίγμα οικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση του στασιμοπληθωρισμού. Συγκεκριμένα η αντιστάθμιση του κόστους των επιχειρήσεων θα διασφαλίσει ότι δεν θα έχουμε επιπλέον αύξηση του πληθωρισμού, ενώ η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων θα τονώσει την κατανάλωση, λειτουργώντας αντιυφεσιακά.
Επιπλέον θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το ύψος του πληθωρισμού που θα καταγραφεί από την ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιανουάριο του 2023.
Επιδράσεις μεταβολής κατώτατου μισθού
Στο κεφάλαιο της έκθεσης σχετικά με τις επιδράσεις του κατώτατου μισθού αναφέρεται πως, με βάση στοιχεία που παρασχέθηκαν από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τα οποία αντλήθηκαν από τους ετήσιους πινάκες προσωπικού που καταχωρούνται στο ΕΡΓΑΝΗ φαίνεται ότι από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού θα επηρεαστούν 585.601 εργαζόμενοι ή το 24,7% του συνόλου των μισθωτών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2021 κατά 9,4% και τούτο παρά την συνολική αύξηση 9,5% που εφαρμόστηκε το 2022.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 μετά από επεξεργασία των στοιχείων από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ανέρχεται στα 583,3 ευρώ και συμπεριλαμβάνει τόσο τους πλήρως απασχολούμενους όσο και τους μερικώς/ εκ περιτροπής. Μάλιστα σε σχέση με το 2021 παρουσιάζει αύξηση 17,3%, η οποία οφείλεται στην αύξηση των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.
Τα χαρακτηριστικά του ως άνω αριθμού εργαζομένων με βάση το φύλο, την ηλικία, το καθεστώς εργασίας και το μέγεθος των επιχειρήσεων που απασχολούνται είναι τα ακόλουθα:
Το 51,6% των μισθωτών που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι άνδρες, ενώ το 48,4% γυναίκες. Ο μέσος μισθός των ανδρών ανέρχεται στα 591,8 ευρώ, ενώ των γυναικών στα 574,3 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώθηκε το 2022 σε σύγκριση με το 2021 αλλά και με τα προηγούμενα έτη. Ειδικότερα και σε σχέση με το 2021 ο μέσος μηνιαίος μισθός των ανδρών αυξήθηκε κατά 16,8%, ενώ των γυναικών κατά 18%. Όσον αφορά την ηλικία των μισθωτών που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 34 ετών, δηλαδή σε εκείνους που εισήλθαν στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της δεκαετούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον κατώτατο μισθό αμείβεται και το 55,9% επί του συνόλου των εργαζομένων της ηλικιακής ομάδας 15 έως 24 ετών, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού το μεγαλύτερο μέρος αυτών εργάζεται στην Περιφέρεια Αττικής (45,3%) και ακολουθεί η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (17,5%).
Σε σχέση με το καθεστώς απασχόλησης και μετά από επεξεργασία των στοιχείων του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ προκύπτει ότι το 55% των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι πλήρως απασχολούμενοι, ενώ το 41% είναι με καθεστώς μερικής και το 4% με εκ περιτροπής. Επισημαίνεται ότι από το 2016 και μετά, που έχει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαθέσιμα στοιχεία από το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, είναι η πρώτη φορά που η πλειονότητα των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι πλήρους απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πλήρως απασχολούμενοι που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχούν στο 18,7% του συνόλου των μισθωτών με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μάλιστα κρίνεται από την έκθεση, ως αρκετά σημαντικό ποσοστό. Από την άλλη μεριά το ποσοστό των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης που θα επηρεαστεί από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχεί στο 41,5% του συνόλου των εργαζομένων μερικής. Τέλος, ο μέσος μισθός των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι για τους πλήρους απασχόλησης 749,7 ευρώ ενώ για τους μερικώς και εκ περιτροπής απασχολούμενους 383,1 ευρώ και 346,9 ευρώ αντίστοιχα.
Σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων το 47,2% των εργαζόμενων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού εργάζονται σε επιχειρήσεις με έως 10 άτομα προσωπικό, το 29,6% σε επιχειρήσεις με 10 έως 50 εργαζόμενους, το 11,4% σε επιχειρήσεις με 51 έως 250 εργαζόμενους και το 11,8% σε επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους. Με άλλα λόγια οι επιχειρήσεις που η μεταβολή του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει το κόστος λειτουργίας τους είναι κατά κύριο λόγο οι μικρές και πολύ μικρές.
Όσον αφορά την κλαδική κατανομή των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού από τα στοιχεία προκύπτει πως το 19,2% απασχολείται στις επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης, το 16,5% στο λιανικό εμπόριο, το 7,6% στο χονδρικό εμπόριο, το 5,2% στη βιομηχανία τροφίμων και το 4,4% στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών σε κτίρια και εξωτερικούς χώρους.
Επίσης, σημειώνεται ότι υπάρχουν αρκετοί κλάδοι που ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι ιδιαίτερα υψηλός σε σχέση με το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Για παράδειγμα στην εστίαση το 42,8% του συνόλου των εργαζομένων του κλάδου αμείβεται με βάση τον κατώτατο μισθό, παρουσιάζοντας ωστόσο μείωση σε σχέση με το 2021 που το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 65,1%.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όπως είχε αναλυθεί και στην αντίστοιχη έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2022, φαίνεται ότι το ύψος του μέσου μισθού δεν επηρεάζεται σημαντικά από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού.
Κατώτατοι μισθοί σε Ελλάδα και ΕΕ
Οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών για το 2022 και το 2023 στα κράτη-μέλη της ΕΕ πραγματοποιήθηκαν στο αρνητικό περιβάλλον που διαμόρφωσαν οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Από τα στοιχεία για τους κατωτάτους μισθούς στα κράτη-μέλη που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό, φαίνεται πως η πλειονότητα προχώρησε σε υψηλές ονομαστικές αυξήσεις, ώστε να ενισχύσει το εισόδημα των χαμηλότερα αμειβομένων εργαζομένων έναντι των ιδιαίτερα υψηλών επιπέδων πληθωρισμού.