Μπορεί ο Nasdaq να ήρθε στην ελληνική επικαιρότητα λόγω της απειλής διαγραφής της εταιρείας του Χάρη Βαφειά, όμως ακριβώς αυτή η δημοσιότητα εξαιτίας των πολύ αυστηρών κανόνων του αμερικάνικου χρηματιστηρίου είναι που του προσδίδει την υψηλότερη αξιοπιστία διεθνώς. Οι προϋποθέσεις εισαγωγής και παραμονής στη λίστα των εισηγμένων είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, συνιστώντας ένα δαιδαλώδες πλέγμα διατάξεων που αντικατοπτρίζει τη συνέπεια και την ολοκληρωμένη αντίληψη που χαρακτηρίζει το δίκαιο κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ.
Ας μην ξεχνάμε ότι στο Nasdaq είναι εισηγμένες μερικές από τις ισχυρότερες εταιρείες στον κόσμο, όπως Amazon, Apple, Netflix, Tesla και Meta. Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι καθόλου απλό να εισαχθεί αλλά και να παραμείνει μια εταιρεία στο χρηματιστήριο του Nasdaq. Άλλωστε, η φήμη του βασίζεται στην ποιότητα των εταιρειών που διαπραγματεύονται εκεί, οπότε είναι λογικό να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παροχή πρόσβασης μόνο σε εταιρείες που έχουν άριστο επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης, σταθερή εταιρική δομή και εύρωστους οικονομικούς δείκτες.
Οι απαιτήσεις εισαγωγής
Οι γενικοί κανόνες εισαγωγής ορίζονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ και εφαρμόζονται συνδυαστικά με τους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα κριτήρια πρέπει να πληρούνται όχι μόνο κατά το χρονικό διάστημα της εισαγωγής αλλά καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής της εταιρείας στο χρηματιστήριο (αν και με ορισμένες επιεικέστερες αποκλίσεις), διαφορετικά κινδυνεύει με διαγραφή.
Οι εταιρείες πρέπει να έχουν τουλάχιστον 1.250.000 δημόσια διαπραγματεύσιμες μετοχές σε κυκλοφορία κατά την εισαγωγή, εξαιρουμένων εκείνων που κατέχονται από στελέχη, διευθυντές ή οποιουσδήποτε ιδιοκτήτες με ποσοστό άνω του 10% της εταιρείας. Επιπλέον, οι εταιρείες πρέπει να έχουν τουλάχιστον 450 μετόχους round lot, 2.200 συνολικούς μετόχους ή 550 συνολικούς μετόχους με μέσο όγκο συναλλαγών 1,1 εκατ. κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Αναφορικά με την τιμή προσφοράς των μετοχών, εδώ υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ελάχιστη απαίτηση εισαγωγής και παραμονής. Έτσι, η τιμή κάθε μετοχής τη στιγμή της εισαγωγής πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 δολάρια (υπό προϋποθέσεις 3 ή 2 δολάρια), ενώ κατά τη διάρκεια παραμονής της εταιρείας στη λίστα των εισηγμένων η τιμή της μετοχής δεν πρέπει να πέσει κάτω από το 1 δολάριο.
Ανάλογα με τα είδη των εισηγμένων τίτλων και το μέγεθος της εταιρείας, απαιτείται τέλος αίτησης από 5.000 έως 25.000 δολάρια, δηλαδή ένα διόλου αμελητέο ποσό που πληρώνεται στο χρηματιστήριο μόνο για την εξέταση της αίτησης και δεν επιστρέφεται, ακόμα και αν η αίτηση απορριφθεί. Σε περίπτωση έγκρισης της αίτησής τους, οι εταιρείες πρέπει να καταβάλουν τέλος εισόδου, το οποίο κυμαίνεται από 50.000 έως 270.000 δολάρια ανάλογα με το μέγεθός τους και τον αριθμό των μετοχών, ενώ κάθε έτος παραμονής στη λίστα των εισηγμένων κάθε εταιρεία πληρώνει από 100.000 έως 150.000 δολάρια.
Εκτός από τις παραπάνω απαιτήσεις, πρέπει να πληρούνται και οικονομικά πρότυπα αναφορικά με τα έσοδα, τα κέρδη και την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας.
Ειδικότερα, η εταιρεία πρέπει να έχει αθροιστικά κέρδη προ φόρων κατά τα τρία προηγούμενα έτη τουλάχιστον 11 εκατομμύρια δολάρια, κατά τα δύο προηγούμενα έτη τουλάχιστον 2,2 εκατομμύρια δολάρια, ενώ δεν θα πρέπει να έχει καθαρή ζημία σε κανένα από τα τρία προηγούμενα έτη.
Επίσης, θα πρέπει να έχει ταμειακή ροή τουλάχιστον 27,5 εκατομμυρίων δολαρίων για τα τρία τελευταία έτη, χωρίς αρνητική ταμειακή ροή σε κανένα έτος, ενώ η μέση κεφαλαιοποίησή της κατά τους προηγούμενους 12 μήνες πρέπει να είναι τουλάχιστον 550 εκατομμύρια δολάρια και τα έσοδα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος πρέπει να είναι τουλάχιστον 110 εκατομμύρια δολάρια.
Επειδή πρόκειται για μια πολύ αυστηρή απαίτηση, δίνεται η δυνατότητα για τις εταιρείες να απαλλαγούν από αυτή και να μειώσουν την απαίτηση κεφαλαιοποίησης στα 160 εκατομμύρια δολάρια, αν το σύνολο του ενεργητικού τους ανέρχεται σε τουλάχιστον 80 εκατ. δολάρια και τα ίδια κεφάλαιά τους είναι τουλάχιστον 55 εκατ. δολάρια.
Η παραμονή στο χρηματιστήριο
Προφανώς, η αυστηρότητα των κανόνων δεν εξαντλείται στο στάδιο της εισαγωγής μια εταιρείας, αφού το ζητούμενο είναι να διαβεβαιώνονται οι επενδυτές ότι κάθε εισηγμένη εταιρεία είναι αξιόπιστη, ανεξάρτητα από το πόσος χρόνος έχει περάσει από την αρχική της προσφορά.
Τα ελάχιστα αυτά πρότυπα είναι παρόμοια με αυτά της αρχικής εισαγωγής, αν και λιγότερο αυστηρά. Το πιο γνωστό διαρκές πρότυπο που πρέπει να πληροί μια εισηγμένη εταιρεία είναι να διατηρεί 1,1 εκατομμύρια δημόσιες μετοχές σε κυκλοφορία αξίας τουλάχιστον 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Περαιτέρω, ο κανόνας της ελάχιστης τιμής διαπραγμάτευσης κάθε μετοχής στο ένα δολάριο είναι απόλυτα λογικός και αναμενόμενος. Διότι, όταν μια μετοχή τίθεται υπό διαπραγμάτευση σε τιμή κάτω του ενός δολαρίου, ακόμα και μια σχετικά μικρή μεταβολή της τιμής (π.χ. 10 λεπτά) θα οδηγήσει σε τεράστια ποσοστιαία μεταβολή και θα υπόκειται σε πολύ εύκολη χειραγώγηση.
Διαγραφή και η επόμενη μέρα
Εφόσον δεν πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις, το Listing Qualifications Department του Nasdaq αποστέλλει προειδοποιητική ειδοποίηση στην εταιρεία, ενημερώνοντάς την ότι έχει στη διάθεσή της 90 ημερολογιακές ημέρες για να επανέλθει στα ελάχιστα απαιτούμενα πρότυπα στην περίπτωση της συνολικής αξίας των μετοχών ή 180 ημερολογιακές ημέρες εάν το ζήτημα αφορά στην ελάχιστη τιμή προσφοράς.
Η απαίτηση διατήρησης της ελάχιστης τιμής προσφοράς άνω του 1 δολαρίου είναι το πιο συνηθισμένο πρότυπο που δεν τηρούν οι εταιρείες, όμως ο Nasdaq δεν προβλέπει διαδικασίες άμβλυνσης των κανόνων εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Για παράδειγμα, στις 27 Σεπτεμβρίου 2001 ο Nasdaq είχε ανακοινώσει ότι εφαρμόζει τρίμηνο μορατόριουμ στις απαιτήσεις παραμονής στη λίστα των εισηγμένων ως αποτέλεσμα της αναταραχής που δημιουργήθηκε στις αγορές από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη. Το ίδιο μέτρο ελήφθη και στα τέλη του 2008 εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς εκατοντάδες εταιρείες που ήταν εισηγμένες στο Nasdaq έπεσαν κάτω από το όριο του 1 δολαρίου.
Όταν μια μετοχή διαγράφεται επίσημα από το χρηματιστήριο του Nasdaq, συνεχίζει να διαπραγματεύεται σε δευτερογενείς χρηματιστηριακές αγορές, όπως οι συναλλαγές over the counter (OTCBB) ή τα λεγόμενα ροζ φύλλα (pink sheets). Πρόκειται για αγορές που δεν διαθέτουν το κύρους του Nasdaq και υπόκεινται σε πολύ πιο ελαστικούς κανόνες, με αποτέλεσμα να προσελκύουν αμφιβόλου ποιότητας επενδυτές.
Φυσικά, η διαγραφή από το Nasdaq δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια εταιρεία πρόκειται να πτωχεύσει. Ακριβώς όπως υπάρχουν πολλές εταιρείες που επιβιώνουν χωρίς καν να είναι εισηγμένες, είναι δυνατόν μια εταιρεία να διαγραφεί από το χρηματιστήριο και να εξακολουθεί να είναι κερδοφόρα.
Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη καθιστά πιο δύσκολη την άντληση χρημάτων, μειώνει την πιστοληπτική της ικανότητα και αυξάνει τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα κερδοφορίας της.
Και βεβαίως, το σίγουρο είναι ότι θα απωλέσει σε σημαντικό βαθμό την εμπιστοσύνη των επενδυτών, οι οποίοι ενδεχομένως θα σπεύσουν να ρευστοποιήσουν τις μετοχές τους. Για να μη μιλήσουμε και για το πλήγμα στο κύρος της, το οποίο οπωσδήποτε θα είναι καίριο…
Άρθρο της Αλεξιάννας Τσότσου για το Mononews.
Φωτογραφία αρχείου