«Φίλες και Φίλοι,
Ευχαριστώ θερμά την Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΠΕΚ-Κύπρου για την πρόσκληση. Και κυρίως για την ευκαιρία που μου δίνεται να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου εμπειρία και τις σκέψεις μου για τα 20 χρόνια ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.
Για μένα η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου και η τελική ένταξη δεν ήταν απλά ένας στρατηγικός στόχος. Ήταν, ταυτόχρονα, και ένα πολιτικό στοίχημα. Ένα «πρότζεκτ» που σφράγισε την πολιτική μου ταυτότητα και αποτέλεσε θεμέλιο της πολιτικής μου σκέψης και πράξης.
Κυρίες και Κύριοι,
Πριν προχωρήσω στο κύριο θέμα της ομιλίας μου, θα ήθελα να συγχαρώ τον αγαπητό φίλο, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου Τάσο Χριστοφίδη για τη βράβευσή του με το Βραβείο Πρωτοποριακής Δημιουργίας «Γιάννος Κρανιδιώτης».
Ο Τάσος Χριστοφίδης έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι είναι ένας Ευρωπαίος με όλη τη σημασία της λέξεως. Πιστεύει και υπηρετεί την ευρωπαϊκή ιδέα. Είναι ένας ακαδημαϊκός ευρωπαϊκού κύρους που ως Πρύτανης έχει αναβαθμίσει το έργο και τη φήμη του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ένταξη στην ΕΕ: από το ανέφικτο στο εφικτό.
Μια σύντομη αναδρομή στην πορεία μέχρι την ένταξη της Κύπρου είναι αναγκαία για να γίνει πλήρως κατανοητό το γεγονός ότι η απόφαση για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Ούτε μια εύκολη υπόθεση.
Η πορεία από τη Συμφωνία του Ελσίνκι (1999), με την οποία άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη χωρίς η λύση του Κυπριακού να αποτελεί προϋπόθεση, μέχρι τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Κοπεγχάγη (2002), όπου αποφασίστηκε τελεσίδικα η ένταξη, δεν ήταν μηχανιστική και χωρίς εμπόδια. Για να φτάσουμε στην τελική ένταξη υπήρξε μια αλληλουχία γεγονότων, λεπτών χειρισμών και κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων.
Είχα τη μεγάλη τύχη να ζήσω από πρώτο χέρι αυτή τη δύσκολη αλλά πλούσια σε εμπειρίες διαδρομή. Βάζοντας κι εγώ το λιθαράκι μου, ειδικά στο τελευταίο δύσκολο στάδιο. Υπό την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και του Κώστα Σημίτη. Με τον καθοριστικό ρόλο του Γιάννου Κρανιδιώτη τον οποίο τιμούμε και στον οποίο οφείλουμε πολλά. Με τη συμβολή των άλλων συντελεστών στους οποίους οφείλουμε την αναγκαία αναγνώριση: Ιωάννης Κασουλίδης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Νίκος Θέμελης και Γιώργος Βασιλείου ως διαπραγματευτής. Και να μην ξεχνάμε τον Γιώργο Παπαδημητρίου και τον Τάκη Ιωακειμίδη.
Παρακολούθησα από πολύ κοντά όλες τις περίπλοκες διακυμάνσεις της πορείας προς την ένταξη. Έχω, επομένως, πρωτογενή γνώμη για την πορεία των γεγονότων και για το πώς το ανέφικτο για πολλούς έγινε, στο τέλος, εφικτό.
Για να επιτευχθεί αυτός ο μεγάλος στρατηγικός στόχος χρειαζόταν ένα πολιτικό όραμα. Η ευρωπαϊκή ιδέα, το ευρωπαϊκό πρότζεκτ, ήταν το πρότυπο αυτού του οράματος.
Για όλους εμάς που πιστέψαμε στην ευρωπαϊκή ιδέα, διαφαινόταν ότι η ΕΕ εξελισσόταν ως η μεγαλύτερη οικογένεια ειρήνης και ευημερίας της ανθρωπότητας. Ως τέτοια, προσέφερε ένα μοναδικό μοντέλο ασφάλειας και ευημερίας για την Κύπρο και τους κατοίκους της. Ειδικά εάν επιλύαμε παράλληλα και το Κυπριακό.
Ένα από τα μεγάλα διδάγματα της ευρωπαϊκής πορείας ενοποίησης ήταν και είναι ότι Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία μπορούν να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται, ειρηνικά και εποικοδομητικά, μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Κυρίες και Κύριοι,
Η στρατηγική της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ «γεννήθηκε» τη δεκαετία του 1980. Το πρώτο βήμα ήταν η επιτυχία της Ελλάδας να διασυνδέσει την πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων με το κυπριακό πρόβλημα. Βασικός αρχιτέκτονας της στρατηγικής αυτής ήταν ο Γιάννος Κρανιδιώτης, αρχικά ως Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και αργότερα Υφυπουργός Εξωτερικών με Αναπληρωτή Υπουργό τον Θόδωρο Πάγκαλο.
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε, ωστόσο, ότι την περίοδο εκείνη η εσωτερική κοινή γνώμη στην Κύπρο και στην Ελλάδα δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η προοπτική της ένταξης άλλαζε ριζικά τους όρους διαπραγμάτευσης του κυπριακού προς όφελος της ελληνοκυπριακής πλευράς. Δίνοντας, ταυτόχρονα, μια νέα προοπτική στο όλο πλέγμα των σχέσεων που αφορούσε στην ασφάλεια της Κύπρου εντός ΕΕ.
Αντίθετα, τα πολιτικά και κομματικά συστήματα στην Κύπρο και στην Ελλάδα έβλεπαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου ως μηχανισμό απομόνωσης της Τουρκίας, αντί ως καταλύτη επίλυσης του κυπριακού και ευρύτερα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Κάτι που, με βάση τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα του ’90, ήταν εντελώς εκτός κλίματος.
Υπήρχε τόση άγνοια που κάποιοι, αφελώς, πίστευαν ότι ήταν η ΕΕ που επιθυμούσε την ένταξη της Κύπρου και όχι το αντίθετο.
Με αυτά τα δεδομένα το κλίμα στην Κύπρο ήταν προβληματικό. Το χαρακτήριζε αρνητισμός και πολιτική κυκλοθυμία. Κόμματα τα οποία διακηρυκτικά ήταν υπέρ της ένταξης, εκδήλωναν, ταυτόχρονα, έντονες αντιδράσεις σε κάθε απόφαση που έδινε ώθηση στην ένταξη.
Ελάχιστες ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις που έβλεπαν με ανοικτό μυαλό και με πολιτική οξυδέρκεια και πραγματισμό την πορεία ένταξης. Ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν η σημαντικότερη από τις εξαιρέσεις.
Παρά το κλίμα άρνησης και με ουσιαστική ενθάρρυνση από την Αθήνα, το 1990 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση ένταξης. Και η Ελλάδα άρχισε να κτίζει βήμα-βήμα την ένταξη της Κύπρου και τη λύση του κυπριακού. Αξιοποιώντας τη θέση της ως μέλος της τότε ΕΟΚ.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν το «Μνημόνιο Ζιπέ-Κρανιδιώτη» (1995) με το οποίο εξασφαλίσαμε την πολιτική απόφαση από την ΕΕ ότι η Κύπρος μπορεί να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Ακολούθησε το 1997 η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου με την οποία πετύχαμε η Κύπρος να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα εννέα υπό ένταξη κράτη. Η γνωστή «ομαδοποίηση» στη διαπραγμάτευση.
Επιστέγασμα ήταν η ιστορική απόφαση του Ελσίνκι το 1999. Λίγους μόνο μήνες μετά τον αδόκητο θάνατο του Γιάννου Κρανιδιώτη.
Το ζητούμενο στη Σύνοδο του Ελσίνκι δεν ήταν να τιμωρηθεί η Τουρκία, αλλά να διασφαλιστεί η πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Έτσι πετύχαμε να δοθεί, από τη μια, στην Τουρκία υπόσχεση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σε αόριστο χρόνο, και από την άλλη να δοθεί στην Ελλάδα η αποσύνδεση της ένταξης της Κύπρου από την ανάγκη επίλυσης του κυπριακού.
Αυτό ήταν μια τεράστια επιτυχία. Κάποιοι τη χαρακτήρισαν ως μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές επιτυχίες του Ελληνισμού. Διότι με την απόφαση του Ελσίνκι ξεπεράστηκε το σημαντικότερο εμπόδιο στην ενταξιακή διαδικασία.
Πρέπει όμως να είμαστε σαφείς: η απόφαση δεν ήταν μια λευκή επιταγή. Η Κύπρος θα μπορούσε να ενταχθεί στην ΕΕ ακόμη και με άλυτο το κυπριακό, αρκεί να μην έφερε ευθύνη η ελληνοκυπριακή πλευρά σε περίπτωση μη λύσης.
Στην έντονη πολιτική συζήτηση που ακολούθησε την απόφαση του Ελσίνκι, οι πολέμιοι της απόφασης χαρακτήρισαν αυτό το σημείο ως «η ουρά του Ελσίνκι».
Όσοι ταχθήκαμε υπέρ, υποστηρίζαμε ότι η ένταξη διασφαλιζόταν ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία με αποκλειστική υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς δε θα υπήρχε λύση. Όσοι τάχθηκαν εναντίον υποστήριζαν ότι οι ευρωπαίοι στο τέλος θα εκμεταλλεύονταν αυτή την πρόνοια και δεν θα ενέτασσαν την Κύπρο στην ΕΕ.
Στις συζητήσεις μου με πολέμιους της απόφασης έλεγα τότε παραστατικά το εξής: «Εμείς επιλέγουμε να κάνουμε πολιτική με το ‘σώμα’ του Ελσίνκι ενώ εσείς με την ‘ουρά’».
Η κυβέρνηση Κληρίδη στήριξε με συνέπεια την απόφαση, όπως και οι λίγες δυνάμεις που ταχθήκαμε υπέρ. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν εναντίον.
Στην Κοπεγχάγη (2002), υπό το φως των διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού στη βάση του Σχεδίου Αναν 1, Κληρίδης και Σημίτης με αριστοτεχνικούς χειρισμούς, θάρρος και αποφασιστικότητα, πέτυχαν τον μεγάλο στόχο της ένταξης. Η απόφαση της Κοπεγχάγης χαρακτηρίστηκε ως «θρίαμβος». Και δεν ήταν υπερβολή μιας και η πορεία ένταξης ήταν ένας πραγματικός άθλος.
Στις 24 Απριλίου 2004 διεξήχθη το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Αναν. Οι Ελληνοκύπριοι είπαν «όχι» και οι Τουρκοκύπριοι «ναι». Μια εβδομάδα αργότερα, την 1η Μαΐου, η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε επίσημα στην ΕΕ.
Όσοι πιστέψαμε στην πολιτική του Ελσίνκι και της Κοπεγχάγης επιβεβαιωθήκαμε. Οι αποφάσεις αυτές λειτούργησαν ως ασπίδα προστασίας της Κυπριακής Δημοκρατίας από το «όχι» στο Σχέδιο Ανάν.
Η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και, εδώ και είκοσι (20) χρόνια, απολαμβάνει τα αγαθά της ένταξης.
20 Χρόνια ένταξης: Ωφελήματα και Διλήμματα
Φίλες και Φίλοι,
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έφερε πολλά και ουσιαστικά ωφελήματα. Χειροπιαστά ωφελήματα στην καθημερινότητα του πολίτη. Βοήθησε στον εκσυγχρονισμό αν και πολλά ακόμα μπορούν και πρέπει να γίνουν. Επιτάχυνε την πρόοδο και την ευημερία. Δημιούργησε ευκαιρίες, ειδικά για τις νέες και τους νέους της Κύπρου. Άνοιξε ορίζοντες. Και εν τέλει προσέφερε μια ισχυρή ασπίδα προστασίας.
Ωφελήματα
Ενδεικτικά αναφέρω:
Στον οικονομικό τομέα η ένταξη στην ΕΕ άνοιξε την πόρτα στον κύπριο επιχειρηματία και έμπορο σε μια τεράστια ελεύθερη αγορά. Τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το 2004 η αξία των κυπριακών διεθνών εξαγωγών ήταν 420 εκατομμύρια Ευρώ, το 2023 ξεπέρασε τα 3 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Η κυπριακή οικονομία στηρίχθηκε τόσο από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας όσο και ενισχύθηκε με το Next Generation EU με ένα ποσό πάνω από 1.2 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Για τη διαχείριση της μεγάλης πρόκλησης του μεταναστευτικού η ΕΕ στηρίζει την Κύπρο και επιχειρησιακά και οικονομικά. Η Κύπρος την περίοδο 2021-2027 θα λάβει ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 254 εκατομμυρίων Ευρώ. Μέχρι το τέλος του 2023 είχαν ήδη διατεθεί 72 εκατομμύρια.
Οι νέες και οι νέοι της Κύπρου επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα Erasmus. Συγκεκριμένα, πάω από 8,000 Κύπριοι έχουν φοιτήσει σε όλη την Ευρώπη μέσα από το πρόγραμμα Erasmus.
Παράλληλα, η Κύπρος επωφελείται από την παρουσία φοιτητών, λόγω Erasmus, από την υπόλοιπη Ευρώπη. Μέχρι σήμερα ο αριθμός των εισερχομένων φοιτητών ξεπερνά τις 16,000.
Η στήριξη της ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια συνέβαλε καθοριστικά στην πρόοδο που έχει γίνει στην ανάπτυξη και βελτίωση των κρατικών υποδομών και του συστήματος υγείας. Παράλληλα, η χρηματοδότηση από τα Ταμεία Συνοχής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Όλα τα πιο πάνω αγγίζουν την καθημερινότητα του κύπριου πολίτη. Πολλά τα θεωρούμε δεδομένα. Ενώ στην πραγματικότητα αυτά δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τη συμμετοχή μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ασπίδα προστασίας
Πάνω απ’ όλα, όμως, η ένταξη στην ΕΕ προσέφερε όπως προείπα ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας. Μια ισχυρή ασπίδα προστασίας. Η σκληρή εμπειρία αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Πραγματικά δεν μπορώ να διανοηθώ τι θα συνέβαινε το 2013-2014, όταν κατέρρευσε το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, εάν η Κύπρος δεν ήταν μέλος της ενωμένης Ευρώπης. Εάν η κυπριακή οικονομία δεν συμμετείχε στη ζώνη του Ευρώ.
Όπως ξέρετε έζησα από πρώτο χέρι την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο. Ήταν μια εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία. Δέκα χρόνια μετά, σας λέω με το χέρι στην καρδιά ότι εάν η Κύπρος δεν ήταν πλήρες μέλος της ΕΕ αμφιβάλω εάν θα είμαστε εδώ σήμερα με αυτούς τους όρους.
Επίσης, ως Ευρωπαίος Επίτροπος συμμετείχα ενεργά στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εξορθολογισμό του στρεβλού και, όπως αποδείχθηκε, διεφθαρμένου Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Το γνωστό σύστημα των «χρυσών» διαβατηρίων.
Οι θέσεις μου για το θέμα αυτό όπως και η αντίθεσή μου στο πρόγραμμα όπως αυτό εφαρμόστηκε είναι γνωστές.
Επιτρέψτε μου μόνο να τονίσω ότι όσα βήματα έχουν γίνει για εξορθολογισμό του συστήματος και ανάκτησης της αξιοπιστίας της κυπριακής οικονομίας, οφείλονται στη βοήθεια και στο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ευρωπαϊκή συνδρομή είναι που μας οδήγησε να λάβουμε τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε να μπορούμε να προσελκύσουμε ξανά υγιείς και ωφέλιμες επενδύσεις. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ είναι που υποχρέωσε το σύστημα να ξεκινήσει μια πορεία κάθαρσης. Και μας έδωσε τα εργαλεία προς αυτή την κατεύθυνση. Έγιναν κάποια βήματα. Πολλά όμως μένουν να γίνουν. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς είναι αναγκαία προϋπόθεση εκσυγχρονισμού.
Η κυπριακή οικονομία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι όπου θα πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις συμπεριλαμβανομένης και κάποιας αλλαγής του ίδιου του κυπριακού οικονομικού μοντέλου.
Κυπριακό
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης και όσοι ταχθήκαμε από την αρχή υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου, αντιληφθήκαμε ότι η γεωπολιτική της Ανατολικής Μεσογείου επιβάλλει η λύση του Κυπριακού να δοθεί μέσα στην ενωμένη Ευρώπη, ώστε να είναι βιώσιμη και όσο το δυνατό πιο ισορροπημένη. Μια θέση που επιβεβαιώνεται καθημερινά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη γειτονιά μας.
Το πιστέψαμε και λόγω του ευρωπαϊκού προσανατολισμού που είχαμε, αλλά και διότι η Κύπρος, εάν αφεθεί στη μοίρα της γεωγραφίας, θα είναι μια νέα μεγάλη απώλεια του ελληνισμού.
Το Κυπριακό ήταν πάντα μια σύγκρουση γεωγραφίας -ιστορίας. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αλλά γεωγραφικά ανήκουμε στην Ανατολική Μεσόγειο με τη γνωστή γεωπολιτική επιρροή της Τουρκίας. Η ευρωπαϊκή ασπίδα εξουδετερώνει αυτή τη σύγκρουση γεωγραφίας-ιστορίας και εξασφαλίζει δημοκρατικά τα ανθρώπινα δικαιώματα των δύο κοινοτήτων.
Κάθε μέρα που περνά, λοιπόν, χωρίς λύση του κυπριακού δεν οδηγεί απλώς στη διχοτόμηση, αλλά στο ενδεχόμενο μακροπρόθεσμα ο ελληνισμός της Κύπρου να ζήσει πολύ σκληρές περιπέτειες. Είναι επικίνδυνη αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι το σημερινό νόθο στάτους κβο εξασφαλίζει την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια των Κυπρίων.
Συνεχίζω να πιστεύω ότι η ασπίδα που θα προστατεύσει τον Κυπριακό Ελληνισμό στη Κύπρο είναι μια λύση όπου, ανεξαρτήτως δομής του κράτους, η Κύπρος θα είναι ενωμένη μέσα στην ενωμένη Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό και στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία για την Κύπρο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Βενιζελική σοφία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Διότι, όσες φορές ο Ελληνισμός προσέγγισε το Κυπριακό και τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις με ρεαλισμό και με σωστή ανάγνωση της διεθνούς γεωπολιτικής πραγματικότητας κέρδισε. Όσες φορές, όμως, παρέμεινε εγκλωβισμένος σε μύθους αγνοώντας, ταυτόχρονα, το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον πλήρωσε βαρύ τίμημα. Συρρικνώθηκε. Με κορυφαία παραδείγματα την Μικρασιατική Καταστροφή και την Κυπριακή τραγωδία.
Η αξιοπιστία και η καθαρότητα στη στρατηγική στόχευση είναι προϋπόθεση όχι μόνο για μια αποτρεπτική πολιτική αλλά και για μια ενεργητική πολιτική επίλυσης προβλημάτων και διαφορών.
Μια τέτοια ενεργητική πολιτική ακολουθεί σήμερα ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέναντι στην Τουρκία. Με σύνεση και όραμα. Μια ενεργητική πολιτική, και όχι μια πολιτική ακινησίας, που έχει ήδη να παρουσιάσει χειροπιαστά αποτελέσματα.
Παράλληλα, και το έχω ξαναπεί, η Κύπρος θα βρεθεί αργά ή γρήγορα μπροστά σε σκληρά διλήμματα. Μπροστά σε καθοριστικές αποφάσεις. Όπως πάντα, κλειδί σε τέτοιου είδους αποφάσεις είναι ο ρεαλισμός και η διαφύλαξη ως κόρη οφθαλμού των σχέσεων Αθηνών-Λευκωσίας.
Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι
Κυρίες και Κύριοι,
Όλοι συμφωνούμε ότι, και παρόλο που μπορεί να ακουστεί ως κλισέ, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές είναι εξαιρετικά σημαντικές γιατί, μεταξύ άλλων, θα καθορίσουν την ισορροπία δυνάμεων εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.
Κοινός στόχος όλων όσων πιστεύουμε στην ευρωπαϊκή ιδέα και στην ολοκλήρωση του ενοποιητικού «πρότζεκτ» είναι να επικρατήσουν οι δυνάμεις εκείνες που θέλουν να αναζωογονήσουν την Ευρωπαϊκή ιδέα, να κάνουν το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι ακόμα πιο ανθεκτικό και να εφαρμόσουν τις πολιτικές που είναι αναγκαίες για να αντιμετωπιστούν συλλογικά και αποτελεσματικά οι νέες προκλήσεις.
Άρα το βασικό διακύβευμα είναι το μέλλον της Ευρώπης μετά την 9η Ιουνίου.
Αυτή την προεκλογική περίοδο είναι κρίσιμο να ανοίξουμε το διάλογο για την Ευρώπη. Να τα συζητήσουμε όλα. Και τα κακά αλλά και τα καλά. Να αναγνωρίσουμε λάθη και παραλείψεις αλλά την ίδια στιγμή να αναγνωρίσουμε όλα όσα θετικά έχουν γίνει. Διαφορετικά δηλητηριάζουμε τον Ευρωπαίο πολίτη για την ίδια την ιδέα της Ευρώπης.
Σε αυτή τη συζήτηση πρέπει να τραβήξουμε μια κόκκινη γραμμή: έχουμε ένα σπίτι, το ευρωπαϊκό κοινό μας σπίτι, που ενδεχομένως να έχει ρωγμές. Σε αυτή την περίπτωση θα επισκευάσουμε το σπίτι. Δεν θα το κατεδαφίσουμε.
Οι Κασσάνδρες που προφήτευαν την κατάρρευση της ΕΕ ως αποτέλεσμα του Brexit, της μεγάλης οικονομικής κρίσης, του μεταναστευτικού και της ενεργειακής κρίσης διαψεύστηκαν. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα άντεξε. Αποδείχθηκε πιο ανθεκτικό απ’ ό,τι κάποιοι υπολόγιζαν. Και όχι μόνο άντεξε. Αλλά έκανε μεγάλα βήματα εμβάθυνσης σε τομείς όπου πριν από μερικά χρόνια κάτι τέτοιο θεωρούνταν αδιανόητο.
Ένα τέτοιο χειροπιαστό παράδειγμα ήταν η δημιουργία του rescEU. Με το οποίο πετύχαμε την αναβάθμιση και την ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού συστήματος πολιτικής προστασίας.
Σήμερα, οι ραγδαίες παγκοσμιοποιημένες εξελίξεις επιβάλλουν να επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις. Να σκεφτούμε έξω από το κουτί. Να είμαστε ριζοσπάστες αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστές.
Συμφωνώ, λοιπόν, με τον πρώην Πρωθυπουργό της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται ένα «νέο άλμα σύγκλισης». Το οποίο για να γίνει χρειάζεται να ξαναδούμε άμεσα την έννοια της «ενοποίησης». Διότι στη σημερινή Ευρώπη η οικονομική σύγκλιση δεν είναι αρκετή.
Δεν έχουμε πολυτέλεια χρόνου. Η γεωπολιτική και η παγκόσμια οικονομία επιβάλλουν να αυξήσουμε ρυθμούς και να αναπροσαρμόσουμε τις προτεραιότητές μας. «Η Ευρώπη» γράφει ο αγαπητός φίλος Γιάννης Βούλγαρης, «αναμετράται με τον εαυτό της καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας υπαρξιακής επιλογής. Το δίλημμα είναι υπαρξιακό: παρακμή ή νέο άλμα ενοποίησης».
Αναπροσαρμόζοντας, λοιπόν, τις προτεραιότητές μας ως Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να συγκροτήσουμε μια νέα στρατηγική ατζέντα. Μια ατζέντα που να απαντά στις απαιτήσεις και τα διλήμματα του σήμερα.
Δύο τομείς που πρέπει να προτεραιοποιήσουμε είναι το αναπτυξιακό μοντέλο-ανταγωνιστικότητα και η τεχνολογία.
Αναπτυξιακό Μοντέλο-Ανταγωνιστικότητα
Ένα νέο Ευρωπαϊκό Αναπτυξιακό Μοντέλο θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης. Η αναθεωρημένη «Πράσινη Συμφωνία» θα πρέπει να συντονιστεί με τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όντως η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Επομένως, σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου η Ευρώπη χάνει σε σχέση με την Ασία αλλά και τις ΗΠΑ, πρέπει να γίνει κάτι.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σας πω, ότι συζητείται στις Βρυξέλλες και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η δημιουργία ενός ειδικού χαρτοφυλακίου για την ανταγωνιστικότητα στην επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Προσωπικά συμφωνώ απόλυτα ότι χρειάζεται ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο να καλύψει οριζόντια όλο το εύρος των οικονομικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της ναυτιλίας. Έναν σημαντικό τομέα τον οποίο υπηρετώ τώρα ως Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι η πιο μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη ίσως και η μεγαλύτερη στον κόσμο.
Η ευρωπαϊκή ναυτιλία διατηρεί σοβαρά πλεονεκτήματα σε ό,τι αφορά στην ανταγωνιστική της θέση στο παγκόσμιο στερέωμα, λόγω και της ελληνικής αλλά και της κυπριακής σημαίας, αλλά χρειάζεται να προστατευτεί. Η πράσινη μετάβαση της ναυτιλίας είναι ένας φιλόδοξος κοινός στόχος ο οποίος, όμως, πρέπει να υλοποιηθεί με ρεαλισμό.
Τεχνολογία
Η ΕΕ χρειάζεται μια φιλόδοξη στρατηγική μεγαλύτερης ανάπτυξης των υφιστάμενων και νέων τεχνολογιών. Κάτι που ΗΠΑ και Κίνα έχουν κάνει εδώ και μια δεκαετία.
Ως Ευρώπη έχουμε πλεονέκτημα το μέγεθος και το πολύ υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό. Κάτι που πρέπει να αξιοποιήσουμε. Να σκεφτούμε πως θα αναπτύξουμε γρήγορα μια λειτουργική ενιαία αγορά για την επιστήμη και την τεχνολογία.
Τέλος, είναι σημαντικό να υπογραμμίσω ότι οι δραματικές γεωπολιτικές εξελίξεις, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις όχι μόνο στην περιφέρεια αλλά και εντός Ευρώπης (βλέπε Ουκρανία), η Ρωσική απειλή, η ενεργητική δράση της Κίνας επιβάλουν να ξαναδούμε και να αναπροσαρμόσουμε το ρόλο της Ευρώπης ως «ήπια δύναμη ισχύος».
Η δημιουργία ενός ισχυρού ευρωπαϊκού πυλώνα άμυνας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είναι βασική προτεραιότητα και ζήτημα συλλογικής δράσης και επιβίωσης. Πάντα στο πλαίσιο και προστατεύοντας την ευρωατλαντική συνεργασία.
Φίλες και Φίλοι,
Η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Ευρώπη μετά την 9η Ιουνίου θα επιδράσει καθοριστικά στη μοίρα κάθε Κράτους-Μέλους. Ακριβώς γι’ αυτό οι επερχόμενες ευρωεκλογές είναι τόσο κρίσιμες.
Είκοσι Χρόνια μετά την ένταξη, η Κύπρος συμμετέχει ισότιμα στη διαχείριση του κοινού ευρωπαϊκού μας σπιτιού. Αυτό το μοναδικό επίτευγμα, αυτό το πολύτιμο κεκτημένο, έχουμε υποχρέωση να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Διότι αποτελεί τη μόνη οδό και το μόνο πλαίσιο που μπορεί να διασφαλίσει όχι μόνο την πρόοδο αλλά και την επιβίωση των Κυπρίων. Αυτό το χρωστάμε στα παιδιά μας και στις γενιές που θα ρθουν.
Ευχαριστώ. »