Φιλοξενούμε τρία ωραία ποιήματα του κ. Ιωάννη Καλέντζη Πλοιάρχου Λιμενικού Σώματος εα.
Ναυαγός
Σ’ αντάμωσα να πίνεις,
ξέμπαρκος
στο στέκι της Μιαούλη,
για να στανιάρεις, μου’ πες.
Θαρρείς και βγήκες τώρα δα,
στυπόχαρτο,
απ’τη γυναίκα θάλασσα.
Η πέτσα σου εγίνηκε
ένα με το φωσφάτο,
που σε συντρόφευε πιστά.
Μόστραρες χρόνια ολάκερα
το κονταρόξυλο του φλάμπουρου,
ψηλά,
να ξεχωρίζει απ’ τα άλλα.
Προστάτης τ’ άφλαστου,
Κυναίγειρος σε πείσμα του καιρού
των αναλώσιμων ψυχών,
όρτσαρες,
γέλασες τον Άδη,
τον σκούντησες αλάργα.
Γαλόνια σου στο μέτωπο,
σειρήτια καφετιά,
βαθιά ραμμένη με γαζί,
μαζί κι η θλίψη σου,
που καθρεπτίζει ειρωνικά
στο λουστρινένιο γείσο του κασκέτου.
Κι αγάντα από βδομάδα,
οι δυο σας οδοιπόροι,
εσύ και το φυλλάδιο,
που ρήμαξε απ’ τα πολλά τα χέρια.
Πιες τώρα, που μπορείς, αυτό, που καίει λίγο.
Από Δευτέρα φυλά η ζωή,
άλλα για σένα, κάβα.
Πειραιάς 7-4-2006
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ
Από μακριά κι από κοντά,
με το χρωστήρα, τη ρίμα, τον αυλό, *(1)
θέλησα ν’ αγγίξω την ψυχή σου,
που τριγυρνά αδιάκοπα
μες τη σκόνη των Βησιγότθων
κρύβοντας μέσα της κάτι,
που μοιάζει Δωρικά επιβλητικό,
κόντρα στη Πειραιώτικη δική μου. * (2)
Λαθεύω θαρρώ, γέννημα – θρέμμα Πειραιά
μα φύτρα μου’ ταξε η μοίρα,
από Ιωνική, Αιολική και Εσπέρια σάρκα.* (3)
Κάτι απ’ το αψύ του Τσεσμέ,
κάτι απ’ τη ναυτοσύνη της Οιάνθης * (4)
και μπόλικο απ’ της μάνας το Σιφνέικο γαλάζιο,
όπου ο Απόλλωνας φρόντισε να σε πρωτοδώ.
Κάποια βραδιά τούτο δα το καλοκαίρι,
εσύ η Μαδριλένια αρχόντισσα,
μόστραρες για χατίρι μου,
τη φορεσιά σαν έβαλες κι έλαμψες στο σκοτάδι.
Και για να διώξω τούτες μου τις σκέψεις,
πάω μπρος στο μικρό καθρέπτη,
κάνω δύο –τρεις απανωτές γκριμάτσες,
λες και σου μιλώ μέσα απ’ το γυαλί του.
Πρέπει να τελέψει αυτό το πράγμα συλλογίζομαι
και τρέχω ευθύς να φύγω, φοβούμενος μη λοξέψω.
Το πρωί βρίσκομαι πάνω απ’ τη γειτονιά του Πειραιά,
κάπου εκεί στο βουνό, *(5)
που με περίσσια ξιπασιά θρονιάστηκε ο Ξέρξης.
Εκεί, που τα δειλινά απλώνει τα στρωσίδια του,
για να πλαγιάσει ο κουρασμένος της μέρας ήλιος.
Κι από κει ψηλά μ’ ένα σπασμένο κομμάτι καθρέπτη,
που πατώ στη ρίζα του ξεθωριασμένου θυμαριού της πόλης,
παίζω κρυφά με τον ήλιο, γίνομαι σηματωρός, σου κάνω σινιάλο.
Στέλνω την αχτίδα της Ρωμαίικης αγάπης μου,
στην Ιβηρική γη σου, που σχίζει με τα αδύναμα νερά του
ο Μανθανάρες.* (6)
Ταχυδρόμος, ο ίδιος ήλιος,
που βλέπεις κι απ’ τη δική σου γη
και λέω πως τάχα
έχουμε και κάτι κοινό να μοιραστούμε.
Αυτή η γη σου είναι η ίδια,
που αγκάλιασε τον Ρωμιό ζωγράφο,
κάπου εκεί δίπλα στην πόλη σου.
Εγώ μικρός ζωγράφος θέλησα να δω,
πού περπάτησε ο Κρητικός * (7)
κι άκουσα το βήμα μου να τρίζει ξεδιάντροπα,
στις σανίδες του σπιτιού του,
όταν θέλησα να το σμίξω με τις πατημασιές του.
Ξέρεις εκεί, που βρέθηκαν αντάμα,* (8)
Σταυρός, Ισλάμ και Άστρο του Δαυίδ.
Τα μαλλιά σου λάμπουν πάντα,
λες και μωρό πρόλαβαν να σε λούσουν
στον ποταμό της πόλης σου,
που καθώς μου’ παν στερεύει κάθε θέρος.
Γι’ αυτό γεννήθηκες χειμώνα!
Οι δρόμοι μας παράλληλοι
και η ουτοπία νικήτρια.
Με ματώνει και το φχαριστιέται.
Ή μήπως έχει δικαίωμα στην ελπίδα και η αγάπη;
Ποιος ξέρει;
Και σαν τον Αλεξανδρινό στοχάζομαι: * (9)
Αυτό που μετρά είναι το ταξίδι!
Τώρα είμαι στο ταξίδι!
Αύριο, ποιος ξέρει;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΕΝΤΖΗΣ
BOADILLA DEL MONTE – MADRID
ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ – ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006
Στον άγνωστο στρατιώτη
Μ’ ακούς δούλε από κει, που είσαι τώρα;
Ναι σε ζηλεύω.
Σε βλέπω ιδρωμένο στ’ ανηφόρι του Βράχου,
να κουβαλάς στη ράχη την Άξια Πέτρα του αφέντη για σένα, Φειδία.
Σε βλέπω σκονισμένο απ’ τη σμίλη του τεχνίτη Ικτίνου,
ζαλισμένο απ’ τις προσταγές του εργοδηγού Καλλικράτη.
Και μέσα σ’ αυτή τη θολούρα δούλε,
προλαβαίνεις να κοιτάζεις λάγνα τις Ατθίδες,
που τρέχουν μόλις τελειώνεις να στολίσουν την εκκλησιά της σοφής παρθένου.
Πού να’ ξερες, πού πατούσες μες την ατυχία σου;
Πού να’ ξερες, τί έφτιαχνες;
Η μοίρα σ’ έταξε στο εργοτάξιο του φωτός.
Ήσουν κι εσύ εκεί!
Δεν πρόλαβες τις δόξες, λεύτερος.
Η μάνα σου πλύστρα,
μπιστικιά στο σπίτι του πρώτου αφέντη,
για το παιδί σου δεν ξέρω.
Μα πάλι σε ζηλεύω,
μη σου φανεί παράξενο.
Για σένα δεν έγραψε κανείς,
κανείς δεν σε φώναξε με τ’ όνομά σου.
Θαρρώ έτσι πως σε αγγίζω με τη σκέψη μου,
κι ας μη μπορώ πια να δω το Βράχο εδώ κάτω στα δυτικά.
Μα ανεβαίνω στο βουνό,
που από δω φτάνει η θωριά μου.
Ξέρεις,
δίπλα στο θρόνο του Πέρση.
Και από’κεί, που στέκομαι, σε βλέπω καθαρά.
Να’σαι σίγουρος δούλε, μ’ ακούς ;
Κερατσίνι-Πειραιάς
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΕΝΤΖΗΣ Εικαστικός-Λογοτέχνης- Μουσικός