Συγγραφέας ο:
Κωνσταντίνος Κύπριος, Στρατηγικός αναλυτής EastMed Strategic Studies Institute
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει μετεξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μεταβαίνοντας από την παραδοσιακή δυτικοκεντρική προσέγγισή της σε μια πιο αυτόνομη, πολυδιάστατη στρατηγική. Ένα κρίσιμο στοιχείο αυτής της μεταμόρφωσης είναι η υιοθέτηση της λεγόμενης «πολιτικής δορυφορικών κρατών» της Τουρκίας, ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αυξανόμενη επιρροή της Άγκυρας σε κράτη που είναι πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά ευθυγραμμισμένα μαζί της, τόσο στον εγγύς χώρο της όσο και πέρα από αυτόν. Η στρατηγική θέση της Τουρκίας στο σταυροδρόμι της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής της επιτρέπει να προβάλλει ισχύ σε αυτές τις περιοχές. Μέσω της ενίσχυσης συμμαχιών και εξαρτήσεων και της προώθησης στρατιωτικών παρεμβάσεων[i], η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει την περιφερειακή της επιρροή, να διασφαλίσει τα σύνορά της και να προβάλλει ισχύ στις γύρω περιοχές[ii]. Επιπλέον, με την επέκταση των εξαγωγικών αγορών και τη διασφάλιση των ενεργειακών οδών, επιδιώκει να εδραιώσει ισχυρότερους δεσμούς με γειτονικά κράτη και να ελέγξει τις αντίστοιχες περιοχές. Με την καλλιέργεια σχέσεων τύπου δορυφόρων, η Τουρκία διασφαλίζει την πρόσβαση σε ζωτικούς πόρους και εμπορικούς διαδρόμους, ενώ της επιτρέπει να προβάλλει ισχύ και να παρουσιάζεται ως η κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για την επίτευξη αυτής της πολιτικής. Επικαλούμενη την οθωμανική κληρονομιά και τις κοινές πολιτιστικές και θρησκευτικές συνδέσεις, ιδιαίτερα με τα τουρκικά και τα μουσουλμανικά έθνη, η Τουρκία επιδιώκει να αναζωπυρώσει ιστορικούς δεσμούς, διασφαλίζοντας ότι ευθυγραμμίζονται με τα στρατηγικά συμφέροντα της. Με αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι μειώνονται απειλές εναντίον της όπως η τρομοκρατία, οι προσφυγικές ροές και οι εξωτερικές παρεμβάσεις από ανταγωνιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας, της Ε.Ε. ή ακόμη και των Η.Π.Α. Με την εδραίωση στρατιωτικού ελέγχου, την επένδυση και την προώθηση του τουρκικού πολιτισμού, η Άγκυρα επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της σε όλη την αντίστοιχη περιοχή και να την ενισχύσει. Έτσι, επιδιώκει να επεκτείνει τα φυσικά και πολιτικά της σύνορα και να αναβιώσει την ιστορική της επιρροή[iii].
Για να ασκήσει επιρροή στα κράτη που θέλει να ενσωματώσει στο δορυφορικό της σύστημα, η Τουρκία χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό μέσων ισχύος. Μέσω εμπορικών συμφωνιών, άμεσων ξένων επενδύσεων και αναπτυξιακών έργων, η Τουρκία έχει γίνει βασικός οικονομικός εταίρος για πολλές χώρες στα Βαλκάνια, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Για παράδειγμα, τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες κυριαρχούν σε έργα υποδομής σε αυτές τις περιοχές. Ο Οργανισμός Τουρκικής Συνεργασίας και Συντονισμού (TİKA) και οργανισμοί όπως το Ινστιτούτο Yunus Emre προωθούν την τουρκική γλώσσα, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση στο εξωτερικό, καλλιεργώντας μια ευνοϊκή εικόνα της Τουρκίας. Υποτροφίες για φοιτητές από συμμαχικά κράτη ενισχύουν περαιτέρω τους δεσμούς. Επιπλέον, η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας έχει αναδειχθεί ως ισχυρό εργαλείο επιρροής, προμηθεύοντας drones, στρατιωτικό εξοπλισμό και εκπαίδευση, η Άγκυρα έχει εμβαθύνει τις στρατιωτικές σχέσεις με χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν, την Σομαλία και το Κατάρ. Παράλληλα, αναπτύσσει πληρεξούσιους σε αυτά τα κράτη για να ενισχύσει τη θέση τους, αλλά και τη δική της[iv]. Ο πόλεμος στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020 ανέδειξε την ικανότητα της Τουρκίας να μεταβάλει τις περιφερειακές ισορροπίες υπέρ των συμμάχων της.
Τέλος, η Τουρκία ασκεί Πολιτική Υποστήριξης και Ενεργειακή Διπλωματία. Μέσω της πρώτης, συχνά λειτουργεί ως προστάτης κυβερνήσεων ή πολιτικών κινημάτων που ευθυγραμμίζονται με την ιδεολογία της, ιδιαίτερα ισλαμιστικών ή εθνικιστικών ομάδων. Αυτή η υποστήριξη έχει φανεί στη Λιβύη, όπου η Τουρκία υποστήριξε την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA), και στη Συρία, όπου έχει υποστηρίξει φατρίες της αντιπολίτευσης. Η δεύτερη, αποτελεί μέρος της φιλοδοξίας της να γίνει ενεργειακός κόμβος και έχει οδηγήσει σε συνεργασίες με κράτη που παρέχουν κρίσιμες διαμετακομιστικές διαδρομές ή ενεργειακούς πόρους, όπως το Αζερμπαϊτζάν μέσω του Διανατολικού Αγωγού Φυσικού Αερίου (TANAP).
Έτσι, η Τουρκία οικοδομεί ένα δίκτυο δορυφορικών κρατών από τον Καύκασο και τη Μεσόγειο έως την Ερυθρά Θάλασσα. Το πιο σημαντικό κράτος σύμμαχος στο βορρά είναι το Αζερμπαϊτζάν. Η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν μοιράζονται μια ισχυρή και πολυδιάστατη σχέση, βαθιά ριζωμένη σε ιστορικούς, πολιτιστικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες. Η φράση «ένα έθνος, δύο κράτη», που διατυπώθηκε δημόσια από τον πρώην πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Χεϊντάρ Αλίεφ, συνοψίζει τη μοναδική φύση αυτής της διμερούς συνεργασίας. Η πολιτική της Τουρκίας προς το Αζερμπαϊτζάν αντικατοπτρίζει τα στρατηγικά της συμφέροντα, τις περιφερειακές φιλοδοξίες και τη δέσμευση να καλλιεργήσει μια συμμαχία που είναι αμοιβαία επωφελής σε τομείς όπως η ασφάλεια, η ενέργεια και ο πολιτισμός.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία έχει ενσωματώσει μια πολιτική προς το Αζερμπαϊτζάν που στοχεύει στην ενίσχυση της στρατηγικής και πολιτικής συνεργασίας υποστηρίζοντας την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητά του, ιδίως σε σχέση με τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ[v]. Η Άγκυρα υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Αζερμπαϊτζάν σε διεθνή φόρουμ, αμφισβητώντας τη θέση της Αρμενίας και προωθώντας αποφάσεις που ευνοούν το Μπακού. Επιπλέον, έχουν ενισχυθεί οι Διμερείς Σχέσεις, με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν να θεσμοθετούν τη συνεργασία τους μέσω συμφωνιών όπως η Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Υποστήριξης (2010), η οποία υπογραμμίζει τη δέσμευσή τους για συλλογική άμυνα και κοινή δράση σε περίπτωση επίθεσης κατά οποιουδήποτε από τα δύο κράτη. Αυτή η συνεργασία επιβεβαιώθηκε περαιτέρω στις 15 Ιουνίου 2021 με τη Διακήρυξη της Σούσα, στην οποία όλες οι σχετικές συμφωνίες αναβαθμίστηκαν σε επίπεδο συμμαχίας[vi].
Στο επίκεντρο αυτής της συνεργασίας βρίσκεται η στρατιωτική συνεργασία τους. Η Τουρκία παρέχει στρατιωτική εκπαίδευση, όπλα και σύγχρονο εξοπλισμό στις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν, ενώ κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Τουρκία έπαιξε καθοριστικό ρόλο παρέχοντας στο Αζερμπαϊτζάν drones Bayraktar TB2, στρατιωτικούς συμβούλους και πολιτική υποστήριξη, καθώς και αριθμό Σύριων μαχητών που ενίσχυσαν τις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν[vii]. Αυτό βελτίωσε σημαντικά τις επιχειρησιακές ικανότητες του Αζερμπαϊτζάν, οδηγώντας στη νίκη του στη σύγκρουση. Επιπλέον, τακτικές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, όπως η «TurAz Eagle», πραγματοποιούνται για την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας και της ετοιμότητας μεταξύ των ενόπλων δυνάμεών τους. Αυτή η συνεργασία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής συνεργασίας και διείσδυσης της Τουρκίας στη χώρα, η οποία ξεκίνησε το 2011 και μέχρι το 2020 οδήγησε το Αζερμπαϊτζάν στο να αποκτήσει μεγάλο αριθμό στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, το 2020 οι αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία ανήλθαν σε 120 εκατομμύρια δολάρια[viii].
Βασικό στοιχείο της πολιτικής αυτής είναι η ενεργειακή και οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών. Ο ενεργειακός τομέας αποτελεί κεντρικό πυλώνα της συνεργασίας Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν. Οι ενεργειακοί πόροι του Αζερμπαϊτζάν διοχετεύονται στις διεθνείς αγορές μέσω της Τουρκίας, ενισχύοντας τους ρόλους και των δύο εθνών ως κρίσιμων παικτών στη δυναμική της περιφερειακής ενέργειας. Βασικά έργα περιλαμβάνουν τον Αγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν (BTC), που μεταφέρει αζερικό πετρέλαιο στην Τουρκία και από εκεί στις παγκόσμιες αγορές, και τον Διανατολικό Αγωγό Φυσικού Αερίου (TANAP), έναν ζωτικής σημασίας σύνδεσμο του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου που μεταφέρει αζερικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας.
Στην τουρκική γεωπολιτική στρατηγική, η Τουρκία βλέπει το Αζερμπαϊτζάν ως γέφυρα προς την Κεντρική Ασία και ως βασικό εταίρο στις ευρύτερες προσπάθειές της να ενώσει τα τουρκόφωνα έθνη υπό πλαίσια όπως ο Οργανισμός Τουρκόφωνων Κρατών (OTS). Μέσω της ευθυγράμμισης με το Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία επιδιώκει να αντιμετωπίσει την επιρροή περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και το Ιράν. Υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν και ενισχύοντας τους διμερείς δεσμούς, η Τουρκία αυξάνει το στρατηγικό της βάθος στον Καύκασο.
Επιπλέον, ο πόλεμος του 2020 αποτέλεσε σημείο καμπής, με την Τουρκία να αναδεικνύεται ως ο πιο σταθερός σύμμαχος του Αζερμπαϊτζάν. Η νίκη άνοιξε επίσης τον δρόμο για βαθύτερη εμπλοκή της Τουρκίας στον Καύκασο, περιλαμβάνοντας συζητήσεις για περιφερειακά έργα συνδεσιμότητας, όπως ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ. Η Διακήρυξη της Σούσα, που υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη, επιβεβαίωσε τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο εθνών, δίνοντας έμφαση στη συνεργασία σε θέματα άμυνας, ενέργειας και περιφερειακών ζητημάτων. Επιπλέον, καθώς η Ευρώπη αναζητά εναλλακτικές πηγές ενέργειας πέρα από τη Ρωσία, η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν έχουν εντείνει τη συνεργασία τους για την επέκταση του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου, ενισχύοντας τους ρόλους τους ως βασικοί πάροχοι. Η πολιτική της Τουρκίας προς το Αζερμπαϊτζάν αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της περιφερειακής της στρατηγικής, συνδυάζοντας κοινή κληρονομιά με αμοιβαία στρατηγικά συμφέροντα.
Με την ανάπτυξη μιας βαθιάς και πολυδιάστατης συνεργασίας, η Άγκυρα όχι μόνο ενισχύει την επιρροή της στον Καύκασο αλλά και ενδυναμώνει τον ρόλο της ως βασική περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. Αυτή η επιθυμία υφίσταται από την οθωμανική περίοδο, όταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία επεκτάθηκε στον Καύκασο ακόμη και όταν τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν φτάσει στο Χαλέπι της Μέσης Ανατολής. Η επιθυμία αυτή στοχεύει στην ένωση των τουρκόφωνων λαών της περιοχής υπό την τουρκική σημαία και στον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών πετρελαίου. Καθώς η συμμαχία συνεχίζει να εξελίσσεται, είναι πιθανό να παραμείνει ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της γεωπολιτικής της περιοχής, με την Τουρκία χαρακτηριστικά να φτάνει ακόμα και στο σημείο να απειλήσει την Αρμενία με πόλεμο σε περίπτωση που αυτή επενέβαινε στην περιοχή του Ναχτσιβάν[ix].
Όσον αφορά τη Μεσόγειο, ένας σημαντικός πυλώνας της ευρύτερης πολιτικής της Τουρκίας είναι η Συρία. Η πολιτική της Τουρκίας προς τη Συρία έχει διαμορφωθεί από μια σύνθετη αλληλεπίδραση ‘θεμάτων’ ασφαλείας, αυτό που θεωρεί «ανθρωπιστικές υποχρεώσεις» και γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Από το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011, η Τουρκία έχει μεταβεί από τη διατήρηση στενών σχέσεων με την κυβέρνηση Άσαντ στο να γίνει ένας από τους πιο ενεργούς εξωτερικούς παράγοντες στη σύγκρουση[x].
Αυτή η αλλαγή αντικατοπτρίζει τις εξελισσόμενες στρατηγικές προτεραιότητες της Τουρκίας και τις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει απειλές που προέρχονται από τα νότια σύνορά της, καθώς και να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της στη χώρα[xi]. Τα βασικά της αντικείμενα είναι η αποτροπή της δημιουργίας μιας κουρδικής αυτόνομης περιοχής στη βόρεια Συρία, την οποία η Άγκυρα θεωρεί άμεση απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα λόγω των συνδέσεών της με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), καθώς και η καταπολέμηση ομάδων που θεωρεί τρομοκρατικές και δρουν κοντά στα σύνορά της.
Επιπλέον, η Τουρκία επιδιώκει να διασφαλίσει τα νότια σύνορά της για να αποτρέψει διασυνοριακές επιθέσεις, λαθρεμπόριο και διείσδυση ένοπλων ομάδων, ενώ δημιουργεί μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία για να προστατεύσει το τουρκικό έδαφος. Αυτές οι δράσεις, καθώς και η παρέμβασή της στη Συρία, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής ατζέντας που στοχεύει στην ενίσχυση του ρόλου της ως βασικού μεσολαβητή στη συριακή σύγκρουση και την τελική της επίλυση, ενώ ταυτόχρονα εξισορροπεί την επιρροή ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία, το Ιράν και οι Η.Π.Α., στη Συρία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία έχει προβεί σε μια σειρά ενεργειών στη Συρία, που περιλαμβάνουν μια σειρά επιχειρήσεων από το 2016 έως το 2020, με στόχο τη μείωση της κουρδικής παρουσίας στα τουρκοσυριακά σύνορα και την προστασία ένοπλων ομάδων που υποστηρίζονται από την Τουρκία[xii]. Αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν ‘απειλές’ ασφαλείας, να δημιουργήσουν ζώνες επιρροής, ενώ παράλληλα παρείχαν πολιτική, στρατιωτική και υλικοτεχνική υποστήριξη σε ομάδες της αντιπολίτευσης, ιδίως στον Συριακό Εθνικό Στρατό (SNA)[xiii] και άλλες φατρίες που αντιτίθενται στο καθεστώς Άσαντ. Αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε το 2012 και μέχρι την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, όλες οι περιοχές εκτός ελέγχου των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων και των δυνάμεων του Άσαντ βρίσκονταν υπό τουρκική επιρροή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ο SNA, ένας συνασπισμός 22 ανταρτικών πολιτοφυλακών με δύναμη 70.000 ενόπλων, αποτελεί τη βάση της τουρκικής πολιτικής στη Συρία και συχνά αναφέρεται ως ο «Τουρκικός Ελεύθερος Συριακός Στρατός»[xiv]. Ο SNA αποτελεί την προσπάθεια δημιουργίας ενός τακτικού στρατού υπό τουρκική διοίκηση και κατεύθυνση, λειτουργώντας ως τουρκικό εργαλείο στη Συρία. Είναι αυτοί οι μαχητές που η Τουρκία χρησιμοποιεί συχνά στη Λιβύη και στην Αρμενία για να ενισχύσει τους συμμάχους της εκεί.
Αυτοί οι μαχητές εκπαιδεύονται όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στο στρατόπεδο Ουλάσλι[xv] στην περιοχή Μαρμαρά, στην επαρχία Κοτζάελι. Αυτή η πρώην ναυτική εγκατάσταση της Τουρκίας, υπό την ονομασία «Navla Forces Command Ulasli Special Education Center Command», έχει χωρητικότητα 600 ατόμων και η εκπαίδευση πραγματοποιείται από την ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας SADAT, την τουρκική εκδοχή της Wagner. Ως εκ τούτου, στη Συρία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η νέα πολιτική της Τουρκίας, που αφορά την εμπλοκή σε πολέμους μέσω πληρεξουσίων χρησιμοποιώντας τοπικές δυνάμεις ενισχυμένες από ημι-κυβερνητικούς οργανισμούς, όπως η SADAT. Αυτή η πολιτική επεκτάθηκε και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Λιβύη.
Με την παρέμβασή της στη συριακή σύγκρουση, η Τουρκία έχει καταφέρει να εδραιώσει τον έλεγχό της σε σημαντικά τμήματα της βόρειας Συρίας, δημιουργώντας ζώνη ασφαλείας και μειώνοντας τις ‘απειλές’ διασυνοριακής φύσης, ενώ παράλληλα εδραιώνεται ως αδιαμφισβήτητος παράγοντας στη σύγκρουση της Συρίας, με δυνατότητα επηρεασμού των διαπραγματεύσεων και του μέλλοντος της περιοχής. Οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν διαταράξει τον έλεγχο των YPG στη βόρεια Συρία και έχουν αποτρέψει τη δημιουργία μιας συνεχούς κουρδικής ελεγχόμενης περιοχής, ενώ οι δράσεις του SNA έχουν οδηγήσει στη δημιουργία τριών ημιαυτόνομων τουρκικών προτεκτοράτων στο Αζάζ-Τζαραμπουλούς, στο Αφρίν και στο Ταλ Αμπιάντ-Ρας Αλ Άιν[xvi].
Η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία αντικατοπτρίζει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ εθνικής ασφάλειας και γεωπολιτικών φιλοδοξιών. Ενώ η Άγκυρα έχει πετύχει αξιοσημείωτες επιτυχίες στην εξασφάλιση των συνόρων της και στην επιβολή της επιρροής της, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στη διαχείριση των μακροπρόθεσμων συνεπειών της εμπλοκής της στη Συρία. Αποκτώντας ισχυρό έρεισμα στη Συρία ή, καθώς εξελίσσεται η κατάσταση, θέτοντας όλη τη Συρία υπό τη σφαίρα επιρροής της, η Τουρκία φιλοδοξεί να επεκτείνει τις διεκδικήσεις και την επιρροή της στην ανατολική ακτή της Μεσογείου και να ασκήσει περαιτέρω επιρροή στη Μέση Ανατολή
Η Λιβύη αποτελεί ένα ακόμη σημείο εστίασης στην υψηλή στρατηγική της Τουρκίας και έχει γίνει το επίκεντρο της εξωτερικής της πολιτικής, ιδιαίτερα από την έκρηξη της εμφυλίου σύρραξης στη Λιβύη το 2011. Αυτή η πολιτική αντικατοπτρίζει τις στρατηγικές φιλοδοξίες της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, την επιθυμία της να ασκήσει επιρροή στη Βόρεια Αφρική και τη δέσμευσή της να υποστηρίξει πολιτικούς συμμάχους στην περιοχή. Σημαντικός λόγος για την εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης είναι η ανακάλυψη μεγάλων ποσοτήτων υδρογονανθράκων στην περιοχή της Μεσογείου και ο αποκλεισμός της από την ενεργειακή πολιτική της Ανατολικής Μεσογείου[xvii].
Η εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη είναι πολυδιάστατη, καλύπτοντας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και ενεργειακά συμφέροντα. Έτσι, οι βασικοί στόχοι της τουρκικής πολιτικής στη Λιβύη είναι η υποστήριξη της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA) στην Τρίπολη, υπό την ηγεσία του Φαγιέζ αλ-Σαράτζ, σε αντίθεση με τον αντίπαλο Λιβυκό Εθνικό Στρατό (LNA) υπό την ηγεσία του Χαλίφα Χαφτάρ. Αυτό ευθυγραμμίζεται με τη γενικότερη περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας για την υποστήριξη πολιτικών φατριών με ισλαμιστικές τάσεις, συχνά συνδεδεμένων με την Αδελφότητα των Μουσουλμάνων. Επιπλέον, η Τουρκία βλέπει τη Λιβύη ως πύλη για να επεκτείνει την επιρροή της στη Βόρεια Αφρική και να αντιμετωπίσει αντιπάλους όπως η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ και η Γαλλία, οι οποίοι υποστηρίζουν τον LNA του Χαφτάρ, ενώ εξασφαλίζει τις ενεργειακές της ανάγκες και επιβάλλει τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω συμφωνιών για τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες (ΑΟΖ). Αυτή η πολιτική ακολουθεί τις γραμμές της δόγματος του «Μπλε Πατρίδας», σύμφωνα με την γενική αντίληψη για την επέκταση των θαλάσσιων συνόρων της και την εξασφάλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων της Άγκυρας[xviii].
Προκειμένου να επιτύχει αυτούς τους στόχους, η Τουρκία έχει προχωρήσει σε μια σειρά ενεργειών, που περιλαμβάνουν στρατιωτική βοήθεια και υποστήριξη. Τον Νοέμβριο του 2019, η Τουρκία υπέγραψε δύο ιστορικές συμφωνίες με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) της Λιβύης. Η μία καθόρισε τις ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, ενισχύοντας τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, και η άλλη ήταν μια Συμφωνία Ασφαλείας που παρείχε το νομικό πλαίσιο για τη στρατιωτική βοήθεια της Τουρκίας προς το GNA[xix]. Αυτές οι συμφωνίες δημιούργησαν τη βάση για την ανάπτυξη δυνάμεων και εξοπλισμού, που περιλαμβάνει την αποστολή στρατιωτικών συμβούλων, drones και προηγμένων όπλων για την υποστήριξη του GNA κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον LNA. Επιπλέον, η Τουρκία διευκόλυνε την ανάπτυξη Σύριων μισθοφόρων για την ενίσχυση των δυνάμεων του GNA στο έδαφος.
Η στρατιωτική υποστήριξη της Τουρκίας ήταν καθοριστική για να βοηθήσει τον GNA να αποκρούσει τις δυνάμεις του Χάφταρ, ιδίως στη Μάχη της Τρίπολης το 2020. Για το θέμα αυτό, η Τουρκία προχώρησε ακόμα και σε άμεση στρατιωτική υποστήριξη του GNA με δικές της δυνάμεις, καθώς ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε τον Φεβρουάριο του 2020 ότι «οι γενναίοι μας στρατιώτες, μαζί με τις μονάδες του Συριακού Εθνικού Στρατού, βρίσκονται πλέον στη Λιβύη»[xx]. Σημειώνεται ότι η συνεργασία είχε ήδη ξεκινήσει από το 2013, όταν η SADAT υπέγραψε συμφωνία με τον GNA[xxi] για την κατασκευή αθλητικής στρατιωτικής εγκατάστασης και δομής συντήρησης οχημάτων. Η SADAT ήταν επίσης ο οργανισμός που ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαχειριστεί και να προωθήσει Σύριους μαχητές στη Λιβύη, με τον αριθμό τους να υπολογίζεται από 5.000 έως 17.000[xxii].
Η εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη αποτελεί την κορύφωση της πολιτικής της στην Ανατολική Μεσόγειο και αποσκοπεί στη διεύρυνση της στρατηγικής της επιρροής στην περιοχή[xxiii]. Η συμφωνία σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες του 2019 με τον GNA προσπαθεί να αμφισβητήσει τις αντίστοιχες διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο δηλαδή της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου. Αυτή η συμφωνία θεωρητικά επιτρέπει στην Τουρκία να έχει λόγο στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της περιοχής. Επιπλέον, τα εκτεταμένα αποθέματα πετρελαίου της Λιβύης αποτελούν ένα ακόμη κίνητρο για την εμπλοκή της Τουρκίας, καθώς η Άγκυρα επιδιώκει ευνοϊκούς όρους για μελλοντική ενεργειακή συνεργασία. Ταυτόχρονα, η Τουρκία χρησιμοποιεί την παρουσία της στη Λιβύη για να εξισορροπήσει την επιρροή χωρών όπως η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ και η Γαλλία, που υποστηρίζουν τον Χάφταρ και αντιτίθενται στις περιφερειακές φιλοδοξίες της, , Με αυτόν τον τρόπο βλέπει ότι καθιερώνετε ως σημαντικός παράγοντας στη Λιβύη, ενισχύοντας τη γεωπολιτική της επιρροή στη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο.
Η πολιτική της Τουρκίας προς τη Λιβύη αντικατοπτρίζει τις ευρύτερες φιλοδοξίες της να προβάλλει δύναμη και επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική[xxiv]. Συνδυάζοντας στρατιωτική παρέμβαση, διπλωματική δέσμευση και οικονομική συνεργασία, η Άγκυρα έχει εξελιχθεί ως κρίσιμος παίκτης στο μέλλον της Λιβύης. Ωστόσο, οι προκλήσεις των γεωπολιτικών αντιπαλοτήτων, η εσωτερική αστάθεια της Λιβύης και η ισορροπία μεταξύ φιλοδοξιών και περιφερειακών πραγματικοτήτων θα διαμορφώσουν την πορεία της πολιτικής της Τουρκίας στη Λιβύη τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, η πολιτική της Άγκυρας στη Λιβύη αντικατοπτρίζει την επιθυμία της να υλοποιήσει το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, χρησιμοποιώντας την επιρροή της για να εξασφαλίσει τους στόχους της για έλεγχο των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό μνημόνιο.
Η Σομαλία είναι ένα ακόμα πεδίο δράσης της Τουρκίας και έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο ολοκληρωμένες και πολυδιάστατες σχέσεις της διπλωματίας της Αφρικής. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο επιδραστικούς εταίρους της Σομαλίας, συνδυάζοντας ανθρωπιστική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη με μια ευρύτερη στρατηγική περιφερειακής εμπλοκής[xxv]. Αυτή η σχέση αντικατοπτρίζει τις φιλοδοξίες της Τουρκίας να επεκτείνει την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής, ενώ συνεισφέρει στην ανάπτυξη της Σομαλίας. Η Τουρκία έχει επενδύσει σημαντικά στην ανακατασκευή των υποδομών της Σομαλίας, περιλαμβανομένων νοσοκομείων, σχολείων και δρόμων. Οι τουρκικές επιχειρήσεις είναι ενεργές στη Σομαλία, κυρίως στους τομείς της κατασκευής, των μεταφορών και της ενέργειας. Η Σομαλία είναι επίσης μια αναπτυσσόμενη αγορά για τις τουρκικές εξαγωγές, με τους όγκους εμπορίου να αυξάνονται σταθερά.
Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας αποτελεί μια άλλη πτυχή της τουρκικής πολιτικής στη Σομαλία, όπου για το ρόλο της στην ανακατασκευή του Σομαλικού Εθνικού Στρατού (SNA), του ναυτικού και των δυνάμεων ασφαλείας, αναμένεται να λάβει ως αντάλλαγμα το 30% της Σομαλικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (EEZ)[xxvi]. Επιπλέον, η Τουρκία έχει δημιουργήσει μια στρατιωτική βάση εκπαίδευσης, την TURKSOM[xxvii], στο Μογκαντίσου από το 2017, την μεγαλύτερη στρατιωτική εγκατάσταση της Τουρκίας στο εξωτερικό. Αυτή η βάση έχει εκπαιδεύσει χιλιάδες Σομαλούς στρατιώτες, με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας της χώρας και τις ικανότητές της για καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η Τουρκία υποστηρίζει επίσης τον αγώνα της Σομαλίας κατά της εξτρεμιστικής ομάδας Αλ-Σαμπάαμπ, η οποία αποτελεί σημαντική απειλή για την σταθερότητα της χώρας. Οι Σομαλοί στρατιώτες που έχουν εκπαιδευτεί από την Τουρκία έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ενώ η Τουρκία έχει παράσχει στρατιωτικό εξοπλισμό και λογιστική υποστήριξη για την ενίσχυση της αμυντικής υποδομής της Σομαλίας.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στη Σομαλία αποτελεί μέρος της υψηλής στρατηγικής της που βλέπει τη Σομαλία ως πύλη για το Κέρας της Αφρικής, μια περιοχή κρίσιμη για τις ναυτιλιακές εμπορικές διαδρομές και την γεωπολιτική επιρροή. Αυτή η συνεργασία επικυρώθηκε εκ νέου στις 17 Ιουνίου, όταν ο Πρόεδρος της Σομαλίας συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας στο πλαίσιο συναντήσεων που ακολούθησαν δύο σημαντικές συμφωνίες που υπογράφηκαν μεταξύ Τουρκίας και Σομαλίας το 2024, σχετικά με θέματα ναυτιλίας και άμυνας, καθώς και συνεργασίας στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου[xxviii]. Η εμπλοκή της Τουρκίας με τη Σομαλία ενισχύει τον ρόλο της ως βασικού παίκτη στη διπλωματία της Αφρικής, ενώ η πρεσβεία της λειτουργεί ως κόμβος για τις τουρκο-αφρικανικές σχέσεις. Ως εκ τούτου, η διαρκής εμπλοκή της Τουρκίας έχει καταστήσει τη χώρα αυτήν έναν από τους πιο αξιόπιστους συμμάχους της Σομαλίας, προάγοντας μια σχέση που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό και συνεργασία. Μέσω της παρουσίας της στη Σομαλία, η Τουρκία έχει επεκτείνει την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής, αποκτώντας πρόσβαση σε στρατηγικές θαλάσσιες διαδρομές και αντιμετωπίζοντας την παρουσία ανταγωνιστικών δυνάμεων όπως τα ΗΑΕ και η Κίνα. Η πολιτική της Τουρκίας προς τη Σομαλία αποτελεί έναν συνδυασμό ανθρωπιστικής δέσμευσης, στρατηγικού συμφέροντος και πολιτιστικής διπλωματίας. Επενδύοντας στην αποκατάσταση και ανάπτυξη της Σομαλίας, η Τουρκία έχει όχι μόνο εδραιώσει τον ρόλο της ως βασικός εταίρος για τη Μογκαντίσου, αλλά και ενίσχυσε την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής και πέρα από αυτό.
Μια πολιτική που ξεκίνησε με το Σχέδιο Δράσης για την Αφρική το 1998 και εξελίχθηκε με την Τουρκία να γίνει στρατηγικός εταίρος της Αφρικανικής Ένωσης το 2008. Τα αποτελέσματα είναι διπλωματικά εκτός από στρατηγικά, καθώς όταν η Τουρκία υπέβαλε με επιτυχία την υποψηφιότητά της για μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2009, είχε κερδίσει την υποστήριξη πενήντα ενός από τα πενήντα τρία αφρικανικά κράτη. Σήμερα, μέχρι τριάντα αφρικανικά κράτη έχουν υπογράψει συμφωνίες ασφάλειας με την Τουρκία και είναι μέλος της Ομάδας της Αφρικανικής Αναπτυξιακής Τράπεζας από το 2013. Επιπλέον, η Τουρκία προσπαθεί να προωθήσει την αμυντική βιομηχανία της στις αφρικανικές χώρες και να γίνει εταίρος ασφαλείας, κάτι που καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία[xxix].
Ωστόσο, η επιρροή της Τουρκίας επεκτείνεται πέρα από τον Καύκασο και τη γραμμή επικοινωνίας Ανατολική Μεσόγειος – Μαύρη Θάλασσα και η Τουρκία επιδιώκει να ασκήσει επιρροή και στα Βαλκάνια και πιο συγκεκριμένα στην Αλβανία. Η στρατιωτική και οικονομική παρουσία της Τουρκίας στην Αλβανία αντανακλά μια στρατηγική εταιρική σχέση που έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτή η σχέση αποτελεί μέρος των ευρύτερων προσπαθειών της Τουρκίας να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, μια περιοχή με ιστορική, πολιτιστική και γεωπολιτική σημασία για την Άγκυρα. Η Αλβανία, δεδομένου της πλειοψηφίας του μουσουλμανικού πληθυσμού της και των ιστορικών δεσμών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είναι ένας βασικός στόχος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η Τουρκία παίζει καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη και εκσυγχρονισμό του στρατού της Αλβανίας. Η Τουρκία έχει παράσχει ενεργά στρατιωτική βοήθεια στην Αλβανία, περιλαμβανομένων προγραμμάτων εκπαίδευσης, δωρεών εξοπλισμού και ανάπτυξης υποδομών. Τα τουρκικά στρατιωτικά ακαδημαϊκά ιδρύματα έχουν εκπαιδεύσει πλήθος Αλβανών αξιωματικών, ενισχύοντας τη στενή σχέση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών. Επιπλέον, η Τουρκία έχει συμμετάσχει στον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών βάσεων της Αλβανίας, και πιο συγκεκριμένα της Αεροπορικής βάσης Κούκοβ, η οποία μετατρέπεται σε στρατιωτική βάση του ΝΑΤΟ με την υποστήριξη της Τουρκίας. Επιπλέον, η Τουρκία έχει εκμεταλλευτεί πρώην ναυτικές βάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στην Αλβανία, οι οποίες της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροή στη Μεσόγειο και τη Αδριατική Θάλασσα.
Πέρα από τη στρατιωτική συνεργασία, η επιρροή της Τουρκίας επεκτείνεται στις προσπάθειές της να προωθήσει πρωτοβουλίες ασφαλείας στην περιοχή. Αυτές περιλαμβάνουν συνεργασία στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και ανταλλαγή πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με εξτρεμιστικές ομάδες. Αυτές οι συνεργασίες ενισχύουν τη στρατηγική θέση της Τουρκίας στην Αλβανία και ενδυναμώνουν τον ρόλο της ως βασικό παίκτη στην ασφάλεια των Βαλκανίων. Οικονομικά, η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους ξένους επενδυτές στην Αλβανία, με σημαντική συνεισφορά σε τομείς όπως η ενέργεια, οι υποδομές, οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες. Οι τουρκικές εταιρείες έχουν επενδύσει σημαντικά στην υποδομή της Αλβανίας, περιλαμβανομένων των κατασκευών δρόμων, αεροδρομίων και εργοστασίων ενέργειας. Η τράπεζα Banka Kombëtare Tregtare (BKT), η οποία ανήκει στην Τουρκία, είναι ένα από τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Αλβανία, ενισχύοντας περαιτέρω την οικονομική παρουσία της Τουρκίας.
Η αυξανόμενη στρατιωτική και οικονομική επιρροή της Τουρκίας στην Αλβανία ευθυγραμμίζεται με τη γενικότερη φιλοδοξία της Τουρκίας να επανεγκαθιδρύσει τη θέση της ως βασικό παίκτη στα Βαλκάνια. Αυτή η παρουσία ενισχύει τη γεωπολιτική επιρροή της Τουρκίας, ενώ παράλληλα παρέχει στην Αλβανία την απαραίτητη οικονομική υποστήριξη και στρατιωτικό εκσυγχρονισμό. Η πολιτική διείσδυσης στην Αλβανία είναι μέρος της γενικότερης στρατηγικής έννοιας της πολιτικής της Τουρκίας για Στρατηγικό βάθος, και ως τέτοια η Αλβανία λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης των επιδιώξεων της Άγκυρας στην περιοχή. Ενισχύοντας τους ρόλους της Αλβανίας στα Δυτικά Βαλκάνια, η Άγκυρα έχει βρει έναν τρόπο για να εισέλθει στην ΠΓΔΜ, το Κόσοβο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη μέσω μιας γενικής πολιτικής που στοχεύει, μέσω στρατιωτικών συνεργασιών, εμπορίου και επενδύσεων, να αναβιώσει τη σύγχρονη νεο-οθωμανική αυτοαντίληψη και ταυτότητα[xxx].
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται εκτός του κύριου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου – Βόρειας Αφρικής – Ερυθράς Θάλασσας, η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει παρόμοιες διεισδύσεις και στο Κατάρ, βασιζόμενη στις ομοιότητες σχετικά με τον σουνιτικό πολιτικό ισλαμισμό και κοινούς αντιπάλους. Η Τουρκία έχει αναπτύξει στρατεύματα στο κρατίδιο του Κόλπου από το 2015. Η στρατιωτική συνεργασία περιλαμβάνει τόσο στρατιωτικές όσο και ναυτικές βάσεις στην περιοχή, ενώ η τουρκική βιομηχανία άμυνας έχει επιτύχει σημαντικές πωλήσεις, όπως η προμήθεια των συριακών στρατιωτικών TB2 ένοπλων drones από το Κατάρ. Επιπλέον, συνεργασία μεταξύ ναυτικών εταιρειών των δύο κρατών έχει πραγματοποιηθεί[xxxi].
Η πολιτική της Τουρκίας σχετικά με τα δορυφορικά κράτη δεν είναι χωρίς προκλήσεις, καθώς οι επικριτές κατηγορούν την Τουρκία ότι προσπαθεί να αναβιώσει τη δεσποτική κυριαρχία της Οθωμανικής Εποχής, με αποτέλεσμα την αντίσταση από εθνικιστικές φατρίες σε ορισμένα κράτη. Η πίεση στην οικονομία της Τουρκίας, περιλαμβανομένων του πληθωρισμού και της αποτίμησης του νομίσματος, έχει εγείρει αμφιβολίες για την ικανότητά της να διατηρήσει τις επεκτατικές εξωτερικές πολιτικές φιλοδοξίες της. Οι ενέργειες της Τουρκίας συχνά την φέρνουν σε σύγκρουση με μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία, η ΕΕ και οι ΗΠΑ, περιπλέκοντας τις προσπάθειές της να διατηρήσει μια ισχυρή εξωτερική πολιτική. Η πολιτική της Τουρκίας για τα δορυφορικά κράτη αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία της να επανεγκαθιδρύσει τη θέση της ως περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη. Συνδυάζοντας οικονομικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά εργαλεία, η Άγκυρα έχει δημιουργήσει αποτελεσματικά σφαίρες επιρροής που ενισχύουν το στρατηγικό βάθος της και αναβαθμίζουν τη θέση της στη διεθνή σκηνή. Ωστόσο, η ισορροπία αυτών των φιλοδοξιών με τις εσωτερικές προκλήσεις και τις διεθνείς ανταγωνισμούς θα παραμείνει κρίσιμο τεστ για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Τουρκία τα επόμενα χρόνια.
[i] Robinson K. (July 11, 2023) ‘Turkey’s Growing Foreign Policy Ambitions’ Council on Foreign Affairs.
[ii] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[iii] Sarian Ara Joseph (January 4, 2025), “Proxy vs Surrogate Warfare: Analyzing Turkey’s Strategic Ambitions in Syria’
[iv] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[v] ‘A Comparative Analysis of Turkish Foreign Policy on the Azerbaijan -Armenia Conflict (1988-2020)’, Insight Turkey, June 25 2023
[vi] Veliyev Cavid (August 20, 2023),’Azerbaijan-Turliye Military Relations in the Shadow of the Negotiations with Armenia;, Moshe Dayan Center.
[vii] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[viii] A Comparative Analysis of Turkish Foreign Policy on the Azerbaijan -Armenia Conflict (1988-2020)’, Insight Turkey, June 25 2023
[ix] A Comparative Analysis of Turkish Foreign Policy on the Azerbaijan -Armenia Conflict (1988-2020)’, Insight Turkey, June 25 2023
[x] Yuksel Engin ( April 31, 2020) p 139, ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly
[xi] Yuksel Engin ( April 31, 2020), ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly.
[xii] Sarlis M. ‘Turkey’s regional policy in the shadow of the Gaza War’, Moshe Dayan Center for Middle Eastern Studies.
[xiii] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security
[xiv] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[xv] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[xvi] Yuksel Engin ( April 31, 2020) p 144, ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly.
[xvii] Yuksel Engin ( April 31, 2020) p 140, ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly.
[xviii] Susler Bugra (August 2022), ‘Turkey’s involvement in the Libyan Conflict, the Geopolitics of the Eastern Mediterranean and Drone Warfare’, LSE Ideas, Strategic update
[xix] Yuksel Engin ( April 31, 2020) p 145, ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly.
[xx] Yuksel Engin ( April 31, 2020) p 146, ‘Turkey’s approach to proxy war in the Middle East and North Africa’, Security and Defence Quarterly.
[xxi] Dr Hay Eytan Cohen Yanarocak (January 27, 2021), ‘Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security.
[xxii] Spyer Jonathan (August 5, 2024), ‘Why Turkeys Erdogan Threatened Israel with a Proxy War’, The Jerusalem Post.
[xxiii] Susler Bugra (August 2022), ‘Turkey’s involvement in the Libyan Conflict, the Geopolitics of the Eastern Mediterranean and Drone Warfare’, LSE Ideas, Strategic update
[xxiv] Susler Bugra (August 2022), ‘Turkey’s involvement in the Libyan Conflict, the Geopolitics of the Eastern Mediterranean and Drone Warfare’, LSE Ideas, Strategic update
[xxv] Baez Kiran (June 18, 2024), ‘Turkey singed two major deals with Somalia, Will it be able to implement them?’, Atlantic council.
[xxvi] Baez Kiran (June 18, 2024), ‘Turkey singed two major deals with Somalia, Will it be able to implement them?’, Atlantic council.
[xxvii] Demirtas Tunc (January 3 2025), ‘Turkiye’s strategic role in Somalia’s development and security’, Anadolu Ajanci
[xxviii] Baez Kiran (June 18, 2024), ‘Turkey singed two major deals with Somalia, Will it be able to implement them?’, Atlantic council.
[xxix] Donelli Federico (February 29th 2024), ‘Red Sea politics: Why Turkey is helping Somalia defend its waters’, Defence Web.
[xxx] Lami Blendi (January-April 2017),’ Influence of Turkish Foreign Policy in Albania’, European Journal of Multidisciplinary Studies,
[xxxi] Cohen Hay Eytan (January 27 2021), “Turkish Militias and Proxies’, The Jerusalem Institute for Strategy and security
το άρθρο γραμμένο στα Αγγλικά σε αυτό το λίνκ: https://eastmednews.org/turkeys-peripheral-policy-creating-a-satellite-state-system-eng-%CE%B5%CE%BB%CE%BB/?fbclid=IwY2xjawICSgFleHRuA2FlbQIxMQABHQJPjoTayif4VScj8FBa7Z5wMAYPK4PO_rc2dr8iLxXds1wknth3BYrjGA_aem_prX-dd4TA9jr0niaTAakDg