Ποίημα του καπετάν Αντώνη Μικέλη
Μέλος της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
Μέλος της Λέσχης Αποφοίτων Σχολής Ναυτιλίας Ύδρας

ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΞΥΠΝΉΣΤΕ
Πώς ανέχεσ’ Ελληνάρα
τρωκτικών την αρπαγή,
να μην έχουμε δεκάρα
κι ούτε πόρτα ανοιχτή.
Τώρα έφθασε η ώρα
να σηκώσεις κεφαλή,
τρομερή να είν η μπόρα
η πατρίδα μάς καλεί.
’Μπρός ν’ ανάψει μία δάδα
στων Ελλήνων την ψυχή,
νέοι σώστε την Ελλάδα
μια φωνή να αντηχεί.
Σηκωθείτε και ζωστείτε
ζώνη ελπίδας για σπαθί
σταθερά αντισταθείτε
κι η φωνή σας ν’ ακουσθεί.,
Σηκωθείτε, ξεστραβώστε
χέρια πόδια και μυαλά,
στο κυνήγι να τους στρώστε
μ’ ένα ντου στον μαχαλά.
Θέλουν όλα να τα πάρουν
δίχως φόβο και ντροπή,
όλοι εμπρός, μη μας τουμπάρουν
όλ’ εμείς γι’ ανατροπή.
Δεν μας μένει άλλος χρόνος
δεν υπάρχει προσμονή,
να ξεχάστε τι ’ναι πόνος
τέρμα πια υπομονή.
Σηκωθείτε κι ανδρειωθείτε
δείξτε όλοι λεβεντιά,
μα και λίγο θυμηθείτε
τιμημένα γηρατειά.
Ελληνάρα μου λεβέντη
λίγ’ ακόμα και μπορείς,
διώξε τώρα τον αφέντη
τρέχ’ εμπρός, μην καρτερείς.
Σηκωθείτε, μην κοιμάστε
απ’ τον ύπνο τον βαθύ,
ανδρωθείτε να δαμάστε
κι η Βουλή να θυμηθεί,
πώς εδώ το λεν Ελλάδα
όπου ζει η λευτεριά,
και δεν είναι αγελάδα
να αρμέγουν για τυριά.
Πάρτε και για οδηγό σας
την εικόνα του Χριστού,
πού ’ναι πάντα αρωγός σας
σύμβουλος κάθε πιστού.
Και οι άπιστοι να φύγουν
που στον σβέρκο καθιστοί,
την ανάσα μας να πνίγουν
πριν η πίστης μας σβηστεί.
Η Ελλάδα δεν σ’ ανήκει
Ελληνάρα μου καλέ,
γιατί έγινε τσιφλίκι
της Αγγέλως βρε φτωχέ.
Αδερφέ μου σε προτρέπω,
σήκ’ επάνω, μην αργείς,
κι αν κοιμάσαι-όπως βλέπω-
μες στον βούρκο θα πνιγείς.
Ομελέτα για να φτιάξεις
θε να σπάσεις τα αυγά,
και αυτούς για να πετάξεις
θέλει ζόρικο καυγά.
Ζώσου δύναμη κι ελπίδα
να παλέψεις μ’ ερπετά,
και ωσάν την καταιγίδα
που σαρώνει και πετά.
Πόσο πια θα υπομένεις
με των φόρων τα δεσμά,
στις παράγκες για να μένεις
και να σκάβεις με κασμά;
Και το «Μάνα» μην προσμένεις
να ’ρθει από τον ουρανό,
και ’συ άπραγος να μένεις
σε υπόγειο σκοτεινό.
Έως πότε βρε λεβέντες
συνεχώς μας τυραννούν
και ανίκανοι αφέντες
συνεχώς μας κυβερνούν;
Όλοι εμπρός και μην αργείτε
η φωνή σας ν’ ακουστεί,
και με πάθος γρηγορείτε
στην πατρίδα σας πιστοί.
Μη φοβάστε, δεν δαγκώνουν
στήστε ήρεμη θωριά,
σαν λαγούς μας εξοντώνουν
των αρχόντων τα θεριά.
Όλοι εμπρός να σηκωθούμε
δίχως άλλη αφορμή,
όλοι εμπρός ν’ αγωνιστούμε
με μια θέληση κι ορμή.
Για τη νέα μας Ελλάδα
όλοι εμπρός γι’ ανατροπή,
για να δούμε μια λιακάδα
κι ας τραβήξουμε κουπί.
Σας αρέσει ’σείς να ζείτε
να δουλεύετε σκληρά;
σηκωθείτε και ανοίξτε
της οργής σας τα φτερά.
Και σας λέω να ξεχάστε
τα λαπτόπ και κινητά
και θα πρέπει να δαμάστε
τούτα άθλια τρωκτικά.
Στην καρδιά σας, μες στο κέντρο
ρίξτ’ αμέσως τη σπορά,
να θεριέψει ένα δέντρο
με καρπούς την ξαστεριά.
Με μια φλόγα αμυνθείτε,
πάμ’ εμπρός όλοι μαζί,
σθεναρά αντισταθείτε
εις τους ντόπιους και Ναζί.
Όλα σκούρα κι όλα μαύρα
εις την πόρτα μας μπροστά,
με της θέλησης τη λαύρα
πορευόμαστε σωστά.
Ξύπνα Μάνη, ξύπνα Κρήτη
και ωσάν τον Διγενή,
ρίξ’ τους απ’ τον Ψηλορείτη
μη ζητάς αναμονή.
Πού ’ναι βρε οι νεολαίοι;
-αραχτοί στον καναπέ-
δεν αφήνουν οι «γενναίοι»
κινητό και τον φραπέ.
’Σείς λεβέντες, Ελληνάρες
μα τι άλλο να σας πω,
σαν μας τάζουν κουταμάρες
με τον ψεύτικο σκοπό.
Να μην πέστε στην παγίδα
και σε όνειρο αγνό,
ψέματ’ άκουσα και είδα
εκεί ψηλά εις το βουνό.
Ξύπνα, σήκω και κουνήσου
δεν τ’ αντέχεις τούτα πιά,
με μια δύναμη εξηγήσου
και μην κάνεις τη σουπιά.
Και σαν όλοι σηκωθείτε
κι ενεργήσατε σωστά,
με αγάπη ενωθείτε
να τους σπάστε τα οστά.
Να τα πνίξτε σαν τσουνάμι
όλ’ αυτά τα τρωκτικά,
σαν φουσκώσει το ποτάμι
να τα πάρει μαζικά.
Να γλυτώσουμ’ απ’ εκείνους
μπας και δούμε προκοπή,
ζούνε σαν τους μανδαρίνους
δίχως τσίπα και ντροπή.
Και εάν δεν ενωθούμε
θε να ’ρθεί καταστροφή,
τα εγγόνια μας θα δούμε
που θα ψάχνουν για τροφή.
Και τα ίδια θα ρωτούνε
μα τι φταίξαμε εμείς;
την αλήθεια να ζητούνε
μα εξήγηση κανείς.
Της ανάστασης την ώρα
μη ρε φίλε καρτερείς,
να ξεσπάσεις σαν τη μπόρα
σήκω τώρα που μπορείς.
Αν δεν πέσ’ αστροπελέκι
και στον ύπνο ο λαός,
στο ταψί με τουμπερλέκι
θα χορεύεις δυστυχώς.






